σταυροθεοτόκιο(ν)

σταυροθεοτόκιο(ν)
το, Ν
εκκλ. είδος τροπαρίου τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας στο οποίο συνδυάζονται τα συναισθήματα τής Θεοτόκου για το πάθος τού Χριστού, με την επίκληση ή το εγκώμιό της προς τον Σταυρό τού Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + Θεοτόκος + επίθημα -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”